ἐπᾴχθη

ἐπᾴχθη
ἐπᾴσσω
rush at
aor ind pass 3rd sg (homeric ionic)
ἐπᾴ̱χθη , ἐπαίσσω
rush at
aor ind pass 3rd sg (doric aeolic)
ἐπαίσσω
rush at
aor ind pass 3rd sg (homeric ionic)
ἐπαίσσω
rush at
aor ind pass 3rd sg (homeric ionic)
παίζω
play like a child
aor ind pass 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἐπαχθῆ — ἐπαχθής heavy neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἐπαχθής heavy masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἐπαχθής heavy masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαχθῇ — ἐπάγω bring on aor subj pass 3rd sg ἐπαχθέω load pres subj mp 2nd sg ἐπαχθέω load pres ind mp 2nd sg ἐπαχθέω load pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • нанесеныи — (17) прич. страд. прош. Нанесенный, причиненный; ниспосланный: Вьсе ѥлико нанесено ти бѹдеть приими. (ἐπαχϑῇ) Изб 1076, 185 об.; отърекъсѧ противлѥни˫а нанесеныихъ ѥмѹ печалии. (ἐπενηνεγμένων) КЕ ХII, 30б; Въ тъ (ж) д҃нь. памѧ(т) чл҃вколюбью.… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • нападаниѥ — НАПАДАНИ|Ѥ (12), ˫А с. 1.Нападение, нашествие: Гл҃ють не дати мл҃стынѣ просѧщиимъ... или въ врѣдѣ тѣлесьнѣмь сѹщиимъ... или въ поганыихъ нападании. (ἐπιδρομαῖς) КЕ XII, 287а; и плачющесѧ диѧволѧ нападаниѧ. КР 1284, 214в; избави г҃и ѿ глада... и… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ACHAEA — I. ACHAEA Ceres cognominata est, Suidâ teste, ab eo luctu et anxietate i. e. ἄχους, quam habuit, dum Proserpinam quaereret. Plut. l. de Isid. et Osir. Baeotii, inquit; Achaeae Cereris aedes movent, eamque festivitatem ἐπαχθῆ nominant, a questu… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • απαλλοτρίωση — Όρος που στη νομική γλώσσα δηλώνει τη μεταβίβαση του δικαιώματος ιδιοκτησίας ενός ορισμένου αγαθού από ένα υποκείμενο δικαίου σε άλλο. Οι πράξεις που μεσολαβούν για να γίνει αυτή η μεταβίβαση ονομάζονται πράξεις α. Η α. μπορεί να γίνει με επαχθή… …   Dictionary of Greek

  • δουλεία — Κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο δούλος, δηλαδή ένα πρόσωπο που έχει στερηθεί την ελευθερία του, ο οποίος θεωρείται, από voμική άποψη, ως ατομική ιδιοκτησία και συνεπώς εξαρτάται από τη θέληση και την αυθαιρεσία του κυρίου του. Ιστορικά η δ.… …   Dictionary of Greek

  • επαχθώς — (Α ἐπαχθῶς) επίρρ. με τρόπο επαχθή, αφόρητα, δυσάρεστα …   Dictionary of Greek

  • παραλλάσσω — ΝΜΑ, αττ. τ. παραλλάττω Α, παραλλάζω Ν 1. τροποποιώ ελαφρά κάτι, επιφέρω μικρή αλλαγή σε κάτι («εἰς μίαν μόνον συλλαβὴν παραλλάξειαν», Αισχίν.) 2. παρουσιάζω μικρές διαφορές από κάτι άλλο παρόμοιο με μένα, ποικίλλω («μικρὸν παραλλάττοντας ταῑς… …   Dictionary of Greek

  • εργολαβία ή σύμβαση μίσθωσης έργου — Αυτοτελής υποσχετική σύμβαση, με την οποία ένα πρόσωπο (ο εργολάβος) αναλαμβάνει την κατασκευή ενός έργου, δηλαδή την παραγωγή ή την τροποποίηση (με τη χρησιμοποίηση μέσων) ενός υλικού αντικειμένου, για λογαριασμό ενός άλλου (του εργοδότη), ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”