ἐπαχθῆ — ἐπαχθής heavy neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἐπαχθής heavy masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἐπαχθής heavy masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαχθῇ — ἐπάγω bring on aor subj pass 3rd sg ἐπαχθέω load pres subj mp 2nd sg ἐπαχθέω load pres ind mp 2nd sg ἐπαχθέω load pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
нанесеныи — (17) прич. страд. прош. Нанесенный, причиненный; ниспосланный: Вьсе ѥлико нанесено ти бѹдеть приими. (ἐπαχϑῇ) Изб 1076, 185 об.; отърекъсѧ противлѥни˫а нанесеныихъ ѥмѹ печалии. (ἐπενηνεγμένων) КЕ ХII, 30б; Въ тъ (ж) д҃нь. памѧ(т) чл҃вколюбью.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
нападаниѥ — НАПАДАНИ|Ѥ (12), ˫А с. 1.Нападение, нашествие: Гл҃ють не дати мл҃стынѣ просѧщиимъ... или въ врѣдѣ тѣлесьнѣмь сѹщиимъ... или въ поганыихъ нападании. (ἐπιδρομαῖς) КЕ XII, 287а; и плачющесѧ диѧволѧ нападаниѧ. КР 1284, 214в; избави г҃и ѿ глада... и… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ACHAEA — I. ACHAEA Ceres cognominata est, Suidâ teste, ab eo luctu et anxietate i. e. ἄχους, quam habuit, dum Proserpinam quaereret. Plut. l. de Isid. et Osir. Baeotii, inquit; Achaeae Cereris aedes movent, eamque festivitatem ἐπαχθῆ nominant, a questu… … Hofmann J. Lexicon universale
απαλλοτρίωση — Όρος που στη νομική γλώσσα δηλώνει τη μεταβίβαση του δικαιώματος ιδιοκτησίας ενός ορισμένου αγαθού από ένα υποκείμενο δικαίου σε άλλο. Οι πράξεις που μεσολαβούν για να γίνει αυτή η μεταβίβαση ονομάζονται πράξεις α. Η α. μπορεί να γίνει με επαχθή… … Dictionary of Greek
δουλεία — Κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο δούλος, δηλαδή ένα πρόσωπο που έχει στερηθεί την ελευθερία του, ο οποίος θεωρείται, από voμική άποψη, ως ατομική ιδιοκτησία και συνεπώς εξαρτάται από τη θέληση και την αυθαιρεσία του κυρίου του. Ιστορικά η δ.… … Dictionary of Greek
επαχθώς — (Α ἐπαχθῶς) επίρρ. με τρόπο επαχθή, αφόρητα, δυσάρεστα … Dictionary of Greek
παραλλάσσω — ΝΜΑ, αττ. τ. παραλλάττω Α, παραλλάζω Ν 1. τροποποιώ ελαφρά κάτι, επιφέρω μικρή αλλαγή σε κάτι («εἰς μίαν μόνον συλλαβὴν παραλλάξειαν», Αισχίν.) 2. παρουσιάζω μικρές διαφορές από κάτι άλλο παρόμοιο με μένα, ποικίλλω («μικρὸν παραλλάττοντας ταῑς… … Dictionary of Greek
εργολαβία ή σύμβαση μίσθωσης έργου — Αυτοτελής υποσχετική σύμβαση, με την οποία ένα πρόσωπο (ο εργολάβος) αναλαμβάνει την κατασκευή ενός έργου, δηλαδή την παραγωγή ή την τροποποίηση (με τη χρησιμοποίηση μέσων) ενός υλικού αντικειμένου, για λογαριασμό ενός άλλου (του εργοδότη), ο… … Dictionary of Greek